Φθινοπωρινή αταξία
Φθινόπωρο 1964 στην Κυδωνιά (Ζηλίστα) είναι τέλος Οκτωβρίου και ακόμη δεν έχει έρθει δάσκαλος στο χωριό , πήγαινα στη δευτέρα δημοτικού ...Η τελευταία μέρα του Οκτωβρίου ήταν Σάββατο και όλη την προηγούμενη νύχτα έβρεχε , το ποτάμι (Εύηνος) και τα ρέματα ήσαν κατεβασμένα .. Αρκετά πρωί ξεκίνησε η μάνα μου να πάει στο χωριό της τη Γραμμένη Οξυά , όπου αρραβωνιαζόταν η μικρότερη αδερφή της , παίρνοντας μαζί της και το μεγαλύτερο αδερφό μου..Ο πατέρας μου έμεινε στην Κυδωνιά γιατί είχε πάρα πολλές δουλειές , πλύσιμο βαρελιών για την αποθήκευση του μούστου που έβραζε στην κάδη ,η οποία βρισκόταν στο κατώι του σπιτιού...να φροντίσει τα ζώα , να μαζέψει φασούλια , ντομάτες για τουρσί κλπ. Φυσικά έπρεπε να έχει το νού του και στα τέσσερα παιδιά που είχαμε μείνει στο χωριό… Εγώ 7 χρονών η αδερφή μου η Αθηνά ένα χρόνο μεγαλύτερη και τα δύο μικρότερα ήταν 5 και 3 χρονών …Ο πατέρας από διαίσθηση κατάλαβε πως είχαμε τάσεις να πάμε κι εμείς στη Γραμμένη Οξυά και μας παρακολουθούσε στενά ..Προς το απόγευμα έφυγε να πάει στο χωράφι που το λέγαν "λυκότρυπα " για να κάνει και εκεί διάφορες αγροτικές εργασίες . Για να σιγουρευτεί πως δεν θα φύγουμε μας έβαλε να γεμίσουμε ένα από τα βαρέλια με νερό που θα το φέρναμε από τη βρύση της πλατείας του χωριού (Βρύση Ταχίρ Παπούλ) με πλαστικά δοχεία ...Τρέξαμε πάνω κάτω πολλές φορές και το βαρέλι γέμισε λίγο πριν νυχτώσει..Kλείσαμε τα μικρότερα παιδιά στο σπίτι και κινήσαμε εγώ και η αδερφή μου για τη Γραμμένη Οξυά ..Για καλή μας τύχη δεν συναντήσαμε κάποιον άνθρωπο και αφού πήραμε το μονοπάτι σε δέκα λεπτά είχαμε φτάσει στο ποτάμι , και όταν περάσαμε το ξύλινο γεφύρι στου Τσάγγα το μύλο , άρχισε να μας γαυγίζει το σκυλί του μυλωνά (του Τσαγγαντώνη) και είδαμε το μυλωνά να έρχεται προς το γεφύρι , για να μην μας δεί λοξοδρομήσαμε λίγο ..και σε λίγο δεν βλέπαμε πουθενά το μονοπάτι ,είχαμε χαθεί !!!
Εν τω μεταξύ γύρισε ο πατέρας μου από το χωράφι και έμαθε πως φύγαμε για τη Γραμμένη Οξυά , έπαθε σόκ , το μυαλό του πήγε στο γεφύρι , έφυγε τρέχοντας προς το μύλο , πέρασε γρήγορα το γεφύρι και άρχισε να ψάχνει μήπως βρεί ίχνη …και βρήκε , τουλάχιστον δεν πνίγηκαν σκέφτηκε , δόξασε το θεό αφού πίστευε πάρα πολύ ..Γύρισε τρέχοντας στο χωριό , είχε νυχτώσει για τα καλά και είχε αρχίσει πάλι να βρέχει …Πήγε στο μαγαζί και ενημέρωσε τους συγχωριανούς του πως τα παιδιά χάθηκαν …
Με ένα τηλέφωνο καβουρδιστήρι επικοινώνησαν με τη Γραμμένη Οξυά και ξεκίνησαν όλοι οι άντρες του χωριού πάνω από 80 άτομα να μας ψάχνουν με φανάρια και δαυλούς και μπροστά απ όλους μια γυναίκα , η μάνα χωρίς φανάρι , χωρίς δαυλό ..Και η Κυδωνιά τότε είχε κόσμο και ξεκίνησαν κι από εκεί κάπου 40 άντρες ..Και εμείς μετά το μύλο πηγαίναμε ακριβώς αντίθετα και αντί να ανεβαίνουμε κατεβαίναμε ..τα ρούχα μας είχαν βραχεί , φορούσα ένα άσπρο καλοκαιρινό μπουφάν , απ αυτά που είχαν ρίξει τα αεροπλάνα ..
Με δυσκολία περνούσαμε τα ρέματα , αλλά συνεχίζαμε ,ώσπου κάποια στιγμή συναντήσαμε τις κολώνες του τηλεφώνου ..και είπαμε πως αν τις ακολουθήσουμε θα βγούμε στη Σητίστα… Και συνεχίσαμε να περπατάμε ώσπου νύχτωσε για τα καλά …και τότε ακούσαμε γαύγισμα και είδαμε ένα ανεπαίσθητο φώς να τρεμοσβήνει , σκεφτήκαμε πως θα είναι λύκοι που τα μάτια τους λάμπουν στο σκοτάδι ..Είχαμε φτάσει 100 μέτρα από το τελευταίο σπίτι της Παλούκοβας που έμενε μόνο ένας κάτοικος… Η βροχή συνέχισε να πέφτει..καθίσαμε κάτω από έναν έλατο για να μη βρεχόμαστε και σε λίγο με είχε πάρει ο ύπνος … Κάποια στιγμή μας ξύπνησαν φωνές που ρωτούσαν τον κάτοικο μήπως είδε ή άκουσε τίποτα παιδιά ! και έτσι μας βρήκαν και γυρίσαμε ξημερώνοντας Κυριακή στην Κυδωνιά .Την άλλη μέρα ήρθε δάσκαλος και γλυτώσαμε το ξύλο , το άφησαν μάλλον για να κάνει σεφτέ ο δάσκαλος..