Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Παιζοντας μπάλα στην Κυδωνιά τη δεκαετία του 60

Τα χρόνια της δεκαετίας του εξήντα οι δερμάτινες μπάλες στο χωριό ήταν δυσεύρετεs. Μερικά παιδιά που έρχονταν το καλοκαίρι σαν παραθεριστές από την Αθήνα ή το Μεσολόγγι έφερναν πλαστικά τόπια που όμως δεν αναπηδούσαν πολύ. Την περίοδο των Χριστουγέννων είχαμε και τη φούσκα του γουρουνιού πού άντεχε για λίγες μέρες . Κάποια παιδιά είχαν γίνει ειδικοί στο να επισκευάζουν παλιές μπάλες. Όταν δεν υπήρχε διαθέσιμη μπάλα χρησιμοποιούσαμε ακόμη και κονσερβοκούτια που άφησαν τη σφραγίδα τους στα καλάμια μας .Το κυριότερο παιχνίδι που παιζόταν ήταν το ποδόσφαιρο και ειδικότερα…Mονότερμα εάν υπήρχαν δύο παιδιά που εκ περιτροπής το ένα έκανε τον τερματοφύλακα και το άλλο σούταρε πέναλτι ή όταν υπήρχαν τρία παιδιά το ένα έμπαινε τερματοφύλακας, και τα άλλα δύο αποτελούσαν τις ομάδες ..Δίτερμα παιζόταν όταν υπήρχαν τέσσερα παιδιά και πάνω. Το γήπεδο συνήθως ήταν κάποια αυλή η κάποια λάκα. Τα καλοκαίρια σχεδόν κάθε Κυριακή μετά την Εκκλησία και εφ όσον υπήρχε διαθέσιμη μπάλα πηγαίναμε στην Πάδι και παίζαμε μέχρι το απόγευμα .
Τα τελευταία χρόνια διαθέταμε δερμάτινες μπάλες που απολαμβάναμε στις σχολικές εκδρομές κυρίως στην Πάδι. Κάποιες φορές παίζαμε στην αυλή του σχολείου που ήταν όμως περιορισμένη και όταν ρίχναμε καμιά ισχυρή κλωτσιά έστελνε την μπάλα στην κατηφόρα και το παιχνίδι σταματούσε και άρχιζε το ψάξιμο της μπάλας . Πολλές φορές , ο χρόνος ανεύρεσης και επιστροφής της μπάλας ήταν μεγαλύτερος του κανονικού παιχνιδιού.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Καλαντα μεγάλης Παρασκευής

Κάλαντα που λέγαμε τη μεγάλη Παρασκευή πρωί .
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι' οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό να τον συλλάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τις προσευχές της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή της ήρθ' εξ Ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα:
Σώσον κυρά μου τις προσευχές, παύσον της μετανοίας,
και το υγιό σου πιάσανε και σα ληστή τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τον τυρανάνε.
Χαλκιά-χαλκιά, κόψε καρφιά, κόψε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και κόβει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τά κόψες πρέπει να μας διατάξεις
-Τώρα που με ρωτήσατε εγώ θα σας διατάξω
Τα δυο βάλτε στας χείρας του ,τ' άλλα τα δυο στους πόδας,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Μάρθα , η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
του Ιακώβου η αδερφή, κι' οι τέσσερες αντάμα,
σαν πήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τς έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Ανοίγει η πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι' η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει παρα δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και συ τον δάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χερι πάλαμο να σου το παρα δείξω.
Βλέπεις εκείνο το παιδί , το παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι' η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, στα βάσανα που είμαι
Βάλε κρασί μες το γυαλί κι αφράτο παξιμάδι
και κάντο μια παρηγοριά να βρίσκεται στον κόσμο
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι' όποιος το λέει αγιάζει,
κι' όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ' τον Άγιο Τάφο.
Σύρε μανούλα μου στο καλό και στην καλή την ώρα
κι εμένα να με καρτερείς το Σάββατο το βράδυ
όταν σημαίνουν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
τότε και εσύ μανούλα μου θάχεις χαρές μεγάλες .

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Λεξικό Ποιμενικού βίου

Λεξικό Ποιμενικού βίου
Αποκόβω: απογαλακτίζω.
Ανάρμεγο(το): το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί. Είναι ανάρμεγο το κοπάδι.
Ασαλά(γ)ητος(ο): αυτός που δεν παίρνει από ορμήνιες, που κάνει ότι του κατέβει στο μυαλό.
Βετούλι (το): Κατσίκι ενός έτους.
Γάστρα (η): Σιδερένιο θολωτό σκέπασμα. Στη γάστρα ψήνονταν το ψωμί, ορισμένα φαγητά και ολόκληρα αρνιά ή κατσίκια.
Γκιόσα (η): Η γίδα με μαύρο σώμα και άσπρη κοιλιά.
Γκισέμι (το): Τραγί ή κριάρι, οδηγός του κοπαδιού που φέρνει το μεγαλύτερο κουδούνι.
Γκλίτσα (η): Ποιμενική μαγκούρα με σκαλιστή λαβή.
Γρέκι (το): Το μέρος που κοιμόντουσαν τα ζώα  ..(ίσιωμα το γρέκι)
Ζλάπ (το): Η φράση «φάνκι ζλάπι» σημαίνει ότι εμφανίστηκαν στα πέριξ λύκοι ή τσακάλια και πρέπει να προσέχει ο τσοπάνης.
Ζυγούρ (το): Πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.
Ζωντανά (τα): Τα πρόβατα και τα γίδια συνολικά. Αλλιώς τα πράματα.
Κάδ (η): Ξύλινο ψηλό δοχείο με στενή βάση για το χτύπημα του γάλακτος.
Κακαράντζα (η): Η κοπριά της κατσίκας
Καρδάρα (η): Ξύλινο στρογγυλό δοχείο για το άρμεγμα του γάλακτος.
Καράμπα (η) Ξύλινο δοχείο κωνικού σχήματος στο οποίο χτυπούσαν το χοντρόγαλο με ειδικό ξύλινο στυλιάρι για να εξάγουν το βούτυρο .
Καψάλι (το): μικρό και λεπτό ξύλο που τοποθετούσαν στο στόμα των κατσικιών ώστε να απογαλακτιστούν
Γλαπάτσα (η): Αρρώστια των προβάτων.
Κλαρίζω: Κόβω κλαριά (κλαδιά) δένδρου.
Κολοκούρισμα (το): Το πρώιμο μερικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου. Συνήθως γινόταν αρχές Ιούνη
Κονάκι (το): Αυτοσχέδιο καλύβι από σάλωμα  (καλαμιά από βρίζα). Χρησίμευε για καλοκαιρινό κατάλυμα του τσομπάνη, στα ορεινά και το χειμώνα το εγκατέλειπαν για τα χειμαδιά.
Κάπα (η): Χοντρό πανωφόρι από τραγόμαλλο.  Φοριέται τους χειμερινούς μήνες.
Καρνόχος : κρουνός στέρνας 
Κορύτος (ο): ξύλινη ταΐστρα ή ποτίστρα για ζώα.
Κοκοφρίγκι (το): βρασμένο, πηχτό γάλα ζώου, αμέσως μετά τη γέννα.
Κούρος(ο): Το κούρεμα των προβάτων.
Κουτσοκέρα (η): Γίδα με σπασμένο το ένα κέρατο.
Κράζω: Το κράξιμο είναι ένα είδος συνομιλίας του τσοπάνη με τα ζώα άλλοτε φιλικό ως καλόπιασμα και άλλοτε εχθρικό συνοδευόμενο από διάφορα επιφωνήματα κλπ.
Κρούτα (η): Προβατίνα ή γίδα με μικρά και με κοντά τα δύο κέρατα.
Κύπρος (ο): Μεγάλο κουδούνι από μπρούντζο σαν καμπάνα για γίδια και ειδικότερα για το γκισέμι.
Λιάρα (η): συνήθως η ασπρόμαυρη παρδαλή γίδα , εξ ου και η φράση (παρδαλό κατσίκι)
Μαντρί (το): Κατοικία προβάτων.
Μαρτίνια (τα): Τα λίγα καλοταισμένα οικόσιτα πρόβατα
Μαρκάλλος (ο): Η γονιμοποίηση των θηλυκών από τα αρσενικά για την αναπαραγωγή.
Μονοβύζα (η): Προβατίνα ή γίδα που έμεινε με ένα μαστάρι, επειδή την χτύπησε αρρώστια.
Μπλιόρα (η): Η πρωτόγενη γίδα.
Ντορός (ο): Τα ίχνη (πατημασιές) των ζώων πάνω στο χιόνι ή πάνω στον κουρνιαχτό (σκόνη).
Ξνόγαλο (το) Ξυνό γάλα που έμενε στην καράμπα μετά την αφαίρεση του βούτυρου
Ορμώνω: Κατευθύνω την πορεία ζώου ή κοπαδιού με χειρονομίες και κραυγές.
Παγάνα (η): Η ομαδική οργανωμένη καταδίωξη άγριων ζώων (κυρίως λύκων).
Παρμάρα (η): Ασθένεια με συμπτώματα παράλυσης, που εμφανίζεται κυρίως στα αιγοπρόβατα.
Πρατίνα: Προβατίνα.
Πτιά (η): Το στομάχι των κατσικιών από το οποίο παίρνουν το πήγμα (ένζυμο), για να πήξουν το γάλα για τυρί.
Πρότα (τα) : Τα πρόβατα
Σαμάκι (το): Σημάδια που έδειχναν πως απογορεύεται η βοσκή πχ ασβεστωμένες πέτρες ή 3-4 πέτρες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη 
Σαλαγάω: Κατευθύνω με φωνές τα ζώα.
Σιούτα (η) : Η  γίδα χωρίς καθόλου κέρατα.
Σκάρος  (το): Καλοκαιριάτικη νυχτερινή έξοδος του κοπαδιού για βοσκή.
Στάλος (ο): Καλοκαιριάτικη μεσημεριανή ανάπαυση των ζώων κάτω από τον ίσκιο των δέντρων.
Στέρφα (η): Η στείρα θηλυκιά.
Στρούγκα (η): Πρόχειρο μαντρί με κλαδιά ή πέτρες για το άρμεγμα των ζώων.
Τάλαρος (ο): μεγάλο ξύλινο βαρέλι για την φύλαξη και διατήρηση τυριού.
Τουμάρ (του): Το δέρμα των προβάτων ή γιδιών.
Τροκάνι (το): Μεγάλο κουδούνι με δυνατό ήχο για μεγαλόσωμα ζώα.
Τσαντίλα (η): Μεγάλα τουλουπάνια για το στράγγισμα του μόλις πηγμένου τυριού.
Τσαρδί (το): Πρόχειρο κατάλυμα από κλαδιά. Καλύβα.
Τσάρκος (ο): Ο παιδικός σταθμός της στάνης. Μια καλύβα που βάζουν τα νεογέννητα αρνιά, όταν οι μανάδες τους πάνε για βοσκή.
Τσοκάνι (το): Το πλακέ κουδούνι για τα γίδια.
Τσούλα (η): Προβατίνα με μικρά αυτιά.
Τσουράπια (τα): Κάλτσες φτιαγμένες από μαλλί προβάτου.
Τρόγαλο (το): Το υγρό που μένει από το πήξιμο του τυριού.
Φλώρα (η): Άσπρη γίδα.