Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Λεξικό Ποιμενικού βίου

Λεξικό Ποιμενικού βίου
Αποκόβω: απογαλακτίζω.
Ανάρμεγο(το): το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί. Είναι ανάρμεγο το κοπάδι.
Ασαλά(γ)ητος(ο): αυτός που δεν παίρνει από ορμήνιες, που κάνει ότι του κατέβει στο μυαλό.
Βετούλι (το): Κατσίκι ενός έτους.
Γάστρα (η): Σιδερένιο θολωτό σκέπασμα. Στη γάστρα ψήνονταν το ψωμί, ορισμένα φαγητά και ολόκληρα αρνιά ή κατσίκια.
Γκιόσα (η): Η γίδα με μαύρο σώμα και άσπρη κοιλιά.
Γκισέμι (το): Τραγί ή κριάρι, οδηγός του κοπαδιού που φέρνει το μεγαλύτερο κουδούνι.
Γκλίτσα (η): Ποιμενική μαγκούρα με σκαλιστή λαβή.
Γρέκι (το): Το μέρος που κοιμόντουσαν τα ζώα  ..(ίσιωμα το γρέκι)
Ζλάπ (το): Η φράση «φάνκι ζλάπι» σημαίνει ότι εμφανίστηκαν στα πέριξ λύκοι ή τσακάλια και πρέπει να προσέχει ο τσοπάνης.
Ζυγούρ (το): Πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.
Ζωντανά (τα): Τα πρόβατα και τα γίδια συνολικά. Αλλιώς τα πράματα.
Κάδ (η): Ξύλινο ψηλό δοχείο με στενή βάση για το χτύπημα του γάλακτος.
Κακαράντζα (η): Η κοπριά της κατσίκας
Καρδάρα (η): Ξύλινο στρογγυλό δοχείο για το άρμεγμα του γάλακτος.
Καράμπα (η) Ξύλινο δοχείο κωνικού σχήματος στο οποίο χτυπούσαν το χοντρόγαλο με ειδικό ξύλινο στυλιάρι για να εξάγουν το βούτυρο .
Καψάλι (το): μικρό και λεπτό ξύλο που τοποθετούσαν στο στόμα των κατσικιών ώστε να απογαλακτιστούν
Γλαπάτσα (η): Αρρώστια των προβάτων.
Κλαρίζω: Κόβω κλαριά (κλαδιά) δένδρου.
Κολοκούρισμα (το): Το πρώιμο μερικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου. Συνήθως γινόταν αρχές Ιούνη
Κονάκι (το): Αυτοσχέδιο καλύβι από σάλωμα  (καλαμιά από βρίζα). Χρησίμευε για καλοκαιρινό κατάλυμα του τσομπάνη, στα ορεινά και το χειμώνα το εγκατέλειπαν για τα χειμαδιά.
Κάπα (η): Χοντρό πανωφόρι από τραγόμαλλο.  Φοριέται τους χειμερινούς μήνες.
Καρνόχος : κρουνός στέρνας 
Κορύτος (ο): ξύλινη ταΐστρα ή ποτίστρα για ζώα.
Κοκοφρίγκι (το): βρασμένο, πηχτό γάλα ζώου, αμέσως μετά τη γέννα.
Κούρος(ο): Το κούρεμα των προβάτων.
Κουτσοκέρα (η): Γίδα με σπασμένο το ένα κέρατο.
Κράζω: Το κράξιμο είναι ένα είδος συνομιλίας του τσοπάνη με τα ζώα άλλοτε φιλικό ως καλόπιασμα και άλλοτε εχθρικό συνοδευόμενο από διάφορα επιφωνήματα κλπ.
Κρούτα (η): Προβατίνα ή γίδα με μικρά και με κοντά τα δύο κέρατα.
Κύπρος (ο): Μεγάλο κουδούνι από μπρούντζο σαν καμπάνα για γίδια και ειδικότερα για το γκισέμι.
Λιάρα (η): συνήθως η ασπρόμαυρη παρδαλή γίδα , εξ ου και η φράση (παρδαλό κατσίκι)
Μαντρί (το): Κατοικία προβάτων.
Μαρτίνια (τα): Τα λίγα καλοταισμένα οικόσιτα πρόβατα
Μαρκάλλος (ο): Η γονιμοποίηση των θηλυκών από τα αρσενικά για την αναπαραγωγή.
Μονοβύζα (η): Προβατίνα ή γίδα που έμεινε με ένα μαστάρι, επειδή την χτύπησε αρρώστια.
Μπλιόρα (η): Η πρωτόγενη γίδα.
Ντορός (ο): Τα ίχνη (πατημασιές) των ζώων πάνω στο χιόνι ή πάνω στον κουρνιαχτό (σκόνη).
Ξνόγαλο (το) Ξυνό γάλα που έμενε στην καράμπα μετά την αφαίρεση του βούτυρου
Ορμώνω: Κατευθύνω την πορεία ζώου ή κοπαδιού με χειρονομίες και κραυγές.
Παγάνα (η): Η ομαδική οργανωμένη καταδίωξη άγριων ζώων (κυρίως λύκων).
Παρμάρα (η): Ασθένεια με συμπτώματα παράλυσης, που εμφανίζεται κυρίως στα αιγοπρόβατα.
Πρατίνα: Προβατίνα.
Πτιά (η): Το στομάχι των κατσικιών από το οποίο παίρνουν το πήγμα (ένζυμο), για να πήξουν το γάλα για τυρί.
Πρότα (τα) : Τα πρόβατα
Σαμάκι (το): Σημάδια που έδειχναν πως απογορεύεται η βοσκή πχ ασβεστωμένες πέτρες ή 3-4 πέτρες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη 
Σαλαγάω: Κατευθύνω με φωνές τα ζώα.
Σιούτα (η) : Η  γίδα χωρίς καθόλου κέρατα.
Σκάρος  (το): Καλοκαιριάτικη νυχτερινή έξοδος του κοπαδιού για βοσκή.
Στάλος (ο): Καλοκαιριάτικη μεσημεριανή ανάπαυση των ζώων κάτω από τον ίσκιο των δέντρων.
Στέρφα (η): Η στείρα θηλυκιά.
Στρούγκα (η): Πρόχειρο μαντρί με κλαδιά ή πέτρες για το άρμεγμα των ζώων.
Τάλαρος (ο): μεγάλο ξύλινο βαρέλι για την φύλαξη και διατήρηση τυριού.
Τουμάρ (του): Το δέρμα των προβάτων ή γιδιών.
Τροκάνι (το): Μεγάλο κουδούνι με δυνατό ήχο για μεγαλόσωμα ζώα.
Τσαντίλα (η): Μεγάλα τουλουπάνια για το στράγγισμα του μόλις πηγμένου τυριού.
Τσαρδί (το): Πρόχειρο κατάλυμα από κλαδιά. Καλύβα.
Τσάρκος (ο): Ο παιδικός σταθμός της στάνης. Μια καλύβα που βάζουν τα νεογέννητα αρνιά, όταν οι μανάδες τους πάνε για βοσκή.
Τσοκάνι (το): Το πλακέ κουδούνι για τα γίδια.
Τσούλα (η): Προβατίνα με μικρά αυτιά.
Τσουράπια (τα): Κάλτσες φτιαγμένες από μαλλί προβάτου.
Τρόγαλο (το): Το υγρό που μένει από το πήξιμο του τυριού.
Φλώρα (η): Άσπρη γίδα.